ramonage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ramonage < ramoner
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ramonage | ramonages |
ramonage (fr) αρσενικό
- ο καθαρισμός μιας καπνοδόχου ή οποιουδήποτε σωλήνα από τη στάχτη
ενικός | πληθυντικός |
ramonage | ramonages |
ramonage (fr) αρσενικό