Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυτοπαθολογία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φυτοπαθολογί
α
οι
φυτοπαθολογί
ες
γενική
της
φυτοπαθολογί
ας
των
φυτοπαθολογι
ών
αιτιατική
τη
φυτοπαθολογί
α
τις
φυτοπαθολογί
ες
κλητική
φυτοπαθολογί
α
φυτοπαθολογί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φυτοπαθολογία
<
φυτό
+
παθολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φυτοπαθολογία
θηλυκό
η
επιστήμη
που μελετά την
παθολογία
των
φυτών
Συγγενικά
επεξεργασία
φυτοπαθολόγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φυτοπαθολογία
ο