φυτοπαθολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυτοπαθολόγος < φυτοπαθολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυτοπαθολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας ειδικευμένος στην φυτοπαθολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυτοπαθολόγος
|