Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερυσίβη οι ερυσίβες
      γενική της ερυσίβης των ερυσιβών
    αιτιατική την ερυσίβη τις ερυσίβες
     κλητική ερυσίβη ερυσίβες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ερυσίβη κν καπνιά του καλαμποκιού

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερυσίβη < αρχαία ελληνική ἐρεύθω < ἐ + ρευθ- ομόρ. με το ἐρυθρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερυσίβη θηλυκό

φυτοπαθ. μικρομύκητας, παράσιτο που προκαλεί σε πολλά φυτά διάφορες ασθένειες, όπως καπνιά, μπάστρα, σιναπίδι.

  Μεταφράσεις επεξεργασία