καύσιμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καύσιμος < αρχαία ελληνική καύσιμος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carburants[1])
ΕπίθετοΕπεξεργασία
καύσιμος, -η, -ο
- που είναι κατάλληλος για καύση ή κάψιμο
- (ουσιαστικοποιημένο) καύσιμο (ή κυρίως στον πληθυντικό καύσιμα)
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καίω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καύσιμος
- ↑ «καύσιμος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.