καύσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καύσιμος | η | καύσιμη | το | καύσιμο |
γενική | του | καύσιμου | της | καύσιμης | του | καύσιμου |
αιτιατική | τον | καύσιμο | την | καύσιμη | το | καύσιμο |
κλητική | καύσιμε | καύσιμη | καύσιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καύσιμοι | οι | καύσιμες | τα | καύσιμα |
γενική | των | καύσιμων | των | καύσιμων | των | καύσιμων |
αιτιατική | τους | καύσιμους | τις | καύσιμες | τα | καύσιμα |
κλητική | καύσιμοι | καύσιμες | καύσιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καύσιμος < αρχαία ελληνική καύσιμος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carburants[1])
Επίθετο επεξεργασία
καύσιμος, -η, -ο
- που είναι κατάλληλος για καύση ή κάψιμο
- (ουσιαστικοποιημένο) καύσιμο (ή κυρίως στον πληθυντικό καύσιμα)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καίω
Μεταφράσεις επεξεργασία
καύσιμος
- ↑ καύσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας