Επίθετο

επεξεργασία

combustible (en)

  1. καύσιμος, εύφλεκτος
  2. ευέξαπτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

combustible (en)

  1. το καύσιμο



      ενικός         πληθυντικός  
combustible combustibles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

combustible (fr) αρσενικό

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
combustible combustibles

combustible (fr) αρσενικό ή θηλυκό