combustible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcombustible (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcombustible (en)
- το καύσιμο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
combustible | combustibles |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcombustible (fr) αρσενικό
- το καύσιμο
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
combustible | combustibles |
combustible (fr) αρσενικό ή θηλυκό