αἴθριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | αἴθριος | τὸ | αἴθριον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | αἰθρίου | τοῦ | αἰθρίου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | αἰθρίῳ | τῷ | αἰθρίῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | αἴθριον | τὸ | αἴθριον | ||
κλητική ὦ! | αἴθριε | αἴθριον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | αἴθριοι | τὰ | αἴθριᾰ | ||
γενική | τῶν | αἰθρίων | τῶν | αἰθρίων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | αἰθρίοις | τοῖς | αἰθρίοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | αἰθρίους | τὰ | αἴθριᾰ | ||
κλητική ὦ! | αἴθριοι | αἴθριᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰθρίω | τὼ | αἰθρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰθρίοιν | τοῖν | αἰθρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααἴθριος, -ος, ον
- καθαρός , λαμπερός
- αἰθρίου ἐόντος τοῦ ἠέρος : καθώς (εκεί) ο αέρας είναι πάντα καθαρός (Ηρόδοτος, Ευτέρπη 25)
- επωνυμία του Δία
- κάτι που το κρατά κάποιος ή που συμβαίνει σε ανοιχτό μέρος, όχι σε εσωτερικό χώρο
Σημειώσεις
επεξεργασία- το αἴθριον (μεταγενέστερα αίθριο) χρησιμοποιήθηκε και ως ουσιαστικό για την περίστυλη αυλή
- η αἰθρία (ουσιαστικό) φέρεται να έχει ταυτόσημη σημασία και την ίδια ρίζα, δηλ. την αἴθρη, αλλά δεν θεωρείται θηλυκό του αίθριος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αἴθριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἴθριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.