Δείτε επίσης: αίθριος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αἴθριος τὸ αἴθριον
      γενική τοῦ/τῆς αἰθρίου τοῦ αἰθρίου
      δοτική τῷ/τῇ αἰθρί τῷ αἰθρί
    αιτιατική τὸν/τὴν αἴθριον τὸ αἴθριον
     κλητική ! αἴθριε αἴθριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αἴθριοι τὰ αἴθρι
      γενική τῶν αἰθρίων τῶν αἰθρίων
      δοτική τοῖς/ταῖς αἰθρίοις τοῖς αἰθρίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς αἰθρίους τὰ αἴθρι
     κλητική ! αἴθριοι αἴθρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰθρίω τὼ αἰθρίω
      γεν-δοτ τοῖν αἰθρίοιν τοῖν αἰθρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἴθριος < αἴθρη / αἴθρα ή αἴθω

  Επίθετο

επεξεργασία

αἴθριος, -ος, ον

  1. καθαρός , λαμπερός
    αἰθρίου ἐόντος τοῦ ἠέρος : καθώς (εκεί) ο αέρας είναι πάντα καθαρός (Ηρόδοτος, Ευτέρπη 25)
  2. επωνυμία του Δία
  3. κάτι που το κρατά κάποιος ή που συμβαίνει σε ανοιχτό μέρος, όχι σε εσωτερικό χώρο

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία