Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἴθρη < αἰθήρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αἴθρη και αἴθρα (αρσενικό, αἶθρος)