• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αίθριο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αίθριο τα αίθρια
      γενική του αιθρίου
& αίθριου
των αιθρίων
    αιτιατική το αίθριο τα αίθρια
     κλητική αίθριο αίθρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αίθριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αίθριος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αίθριο ουδέτερο

  1. ανοιχτός ή στεγασμένος με διαφανή υλικά κεντρικός χώρος σε σύγχρονα δημόσια ή εμπορικά κτήρια
  2. περίστυλη αυλή, αυλή με περιστύλιο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αίθριο
  • αγγλικά : atrium (en), patio (en)
  • γαλλικά : atrium (fr)
  • γερμανικά : Atrium (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αίθριο&oldid=5172205"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Αυγούστου 2021, στις 19:49

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Italiano
    • Limburgs
    • Malagasy
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Αυγούστου 2021, στις 19:49.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας