↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεγασμένος η στεγασμένη το στεγασμένο
      γενική του στεγασμένου της στεγασμένης του στεγασμένου
    αιτιατική τον στεγασμένο τη στεγασμένη το στεγασμένο
     κλητική στεγασμένε στεγασμένη στεγασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεγασμένοι οι στεγασμένες τα στεγασμένα
      γενική των στεγασμένων των στεγασμένων των στεγασμένων
    αιτιατική τους στεγασμένους τις στεγασμένες τα στεγασμένα
     κλητική στεγασμένοι στεγασμένες στεγασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στεγασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στεγάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ste.ɣaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐γα‐σμέ‐νος

στεγασμένος, -η, -ο

  1. που έχει στεγαστεί
    χρειάζεται παράθεμα
  2. που είναι σκεπασμένος με στέγη

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία