atrium
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαatrium (en)
- (αρχιτεκτονική) το αίθριο
- (ανατομία) ο κόλπος (π.χ. της καρδιάς)
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαatrium (fr) αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) το αίθριο
- (ανατομία) ο κόλπος (π.χ. της καρδιάς)
Συγγενικά
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαatrium (la) ουδέτερο
- το τζάκι