Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰθρία < αἴθρη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αἰθρία (γενική αἰθρίης και αἰθρίας)

  1. η ασυννέφιαστη, καθαρή ατμόσφαιρα
    ἅμα δὲ τῷ ἵππῳ τοῦτο ποιήσαντι ἀστραπὴ ἐξ αἰθρίης καὶ βροντὴ ἐγένετο. : και όταν το άλογο έκανε αυτό, από τον καθαρό ουρανό άστραψε και βρόντησε {Ηρόδοτος, Θάλεια, 86)
  2. η καθαρή ψυχρή ατμόσφαιρα της νύχτας
    τὴν δὲ νύκτα...θερμότερον γὰρ δή ἐστι τὸ ὕδωρ τῆς αἰθρίης : γιατί τη νύχτα είναι θερμότερο το νερό από την εξωτερική ατμόσφαιρα {Ηρόδοτος, Ευτέρπη, 68)
  3. σε εξωτερικό χώρο, οχι εσωτερικό
    ὑπὸ τῆς αἰθρίας