ήσυχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ήσυχος < αρχαία ελληνική ἥσυχος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ήσυχος
- αυτός που δεν κάνει φασαρία ή θόρυβο
- μένουμε σε ήσυχο δρόμο
- ήρεμος, γαλήνιος
- η θάλασσα είναι ήσυχη σήμερα
- η κόρη μου είναι πολύ ήσυχο παιδί
- αυτός που έχει αίσθημα ασφάλειας
- αν ξέρω ότι θα πάς με τον αδελφό σου στο πάρτι θα είμαι ήσυχος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κοιμάμαι ήσυχος
- έχω το κεφάλι μου ήσυχο