ήσυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ήσυχος | η | ήσυχη | το | ήσυχο |
γενική | του | ήσυχου | της | ήσυχης | του | ήσυχου |
αιτιατική | τον | ήσυχο | την | ήσυχη | το | ήσυχο |
κλητική | ήσυχε | ήσυχη | ήσυχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ήσυχοι | οι | ήσυχες | τα | ήσυχα |
γενική | των | ήσυχων | των | ήσυχων | των | ήσυχων |
αιτιατική | τους | ήσυχους | τις | ήσυχες | τα | ήσυχα |
κλητική | ήσυχοι | ήσυχες | ήσυχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ήσυχος < αρχαία ελληνική ἥσυχος
Επίθετο
επεξεργασίαήσυχος
- αυτός που δεν κάνει φασαρία ή θόρυβο
- μένουμε σε ήσυχο δρόμο
- ήρεμος, γαλήνιος
- η θάλασσα είναι ήσυχη σήμερα
- η κόρη μου είναι πολύ ήσυχο παιδί
- αυτός που έχει αίσθημα ασφάλειας
- αν ξέρω ότι θα πάς με τον αδελφό σου στο πάρτι θα είμαι ήσυχος
Εκφράσεις
επεξεργασία- κοιμάμαι ήσυχος
- έχω το κεφάλι μου ήσυχο