Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός quiet
συγκριτικός quieter / more quiet
υπερθετικός quietest / most quiet

quiet (en)

  1. σιωπηλός, ήσυχος, αθόρυβος, που κάνει πολύ λίγο θόρυβο
    ⮡  Why so quiet tonight?
    Γιατί τόσο σιωπηλός απόψε;
    ⮡  We were all quiet for a moment.
    Μείναμε όλοι σιωπηλοί για μια στιγμή.
    ⮡  Can you keep the children quiet while I’m on the phone?
    Μπορείς να κρατήσεις τα παιδιά ήσυχα όσο είμαι στο τηλέφωνο;
    ⮡  a quiet fan - αθόρυβος ανεμιστήρας
    ⮡  Be quiet! I am trying to sleep!
    Κάνε ησυχία! Προσπαθώ να κοιμηθώ!
     συνώνυμα: silent
     αντώνυμα: loud
  2. ήσυχος, χωρίς πολλούς ανθρώπους ή πολύ θόρυβο ή δραστηριότητα
    ⮡  The neighborhood is fairly quiet at night.
    Η γειτονιά είναι αρκετά ήσυχη το βράδυ.
    ⮡  They lead a quiet life.
    Κάνουν ήσυχη ζωή.
  3. ήσυχος, έχει ησυχία, που είναι ειρηνικός και χωρίς να διακοπεί
    ⮡  The sea was quiet.
    Η θάλασσα ήταν ήσυχη.
    ⮡  I spent a quiet day in bed.
    Πέρασε μια ήσυχη μέρα στο κρεβάτι.
    ⮡  Go to the room, it’s quiet there.
    Πήγαινε στο δωμάτιο, έχει ησυχία εκεί.
  4. ήσυχος, για ένα άτομο που τείνει να μην μιλάει πολύ
    ⮡  Our neighbors are quiet people.
    Οι γείτονές μας είναι ήσυχοι άνθρωποι.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

quiet (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ησυχία, η ηρεμία
    ⮡  I haven’t had a moment of quiet!
    Δεν έχω ούτε μια στιγμή ησυχία.
    ⮡  quiet on the western front - ηρεμία στο δυτικό μέτωπο
    ⮡  Be quiet, please!
    Ησυχάστε, σας παρακαλώ!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη calmness
ενεστώτας quiet
γ΄ ενικό ενεστώτα quiets
αόριστος quieted
παθητική μετοχή quieted
ενεργητική μετοχή quieting

quiet (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ησυχάζω, γίνομαι πιο ήσυχος ή λιγότερο θορυβώδης· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ήσυχο ή λιγότερο θορυβώδες
    ⮡  The city quieted (down) after the riots.
    Η πόλη ησύχασε μετά τις ταραχές.
    ⮡  Wait for the children to quiet down.
    Περίμενε να ησυχάσουν τα παιδιά.
     συνώνυμα:  shut up και silence

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό quiet quiets
θηλυκό quiète quiètes

quiet (fr)