quiet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | quiet |
συγκριτικός | quieter / more quiet |
υπερθετικός | quietest / most quiet |
quiet (en)
- ήσυχος, που κάνει πολύ λίγο θόρυβο
- έχει ησυχία, που είναι ειρηνικός και χωρίς να διακοπεί
- ↪ Go to the room, it’s quiet there.
- Πήγαινε στο δωμάτιο, έχει ησυχία εκεί.
- ↪ Go to the room, it’s quiet there.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | quiet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | quiets |
αόριστος | quieted |
παθητική μετοχή | quieted |
ενεργητική μετοχή | quieting |
quiet (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ησυχάζω, γίνομαι πιο ήσυχος ή λιγότερο θορυβώδης· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ήσυχο ή λιγότερο θορυβώδες
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- quiet (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- quiet (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- quiet (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 364. ISBN 9780194325684., λήμμα: ησυχάζω, ησυχία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | quiet | quiets |
θηλυκό | quiète | quiètes |
quiet (fr)