quiet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | quiet |
συγκριτικός | quieter / more quiet |
υπερθετικός | quietest / most quiet |
quiet (en)
- σιωπηλός, ήσυχος, αθόρυβος, που κάνει πολύ λίγο θόρυβο
- ⮡ Why so quiet tonight?
- Γιατί τόσο σιωπηλός απόψε;
- ⮡ We were all quiet for a moment.
- Μείναμε όλοι σιωπηλοί για μια στιγμή.
- ⮡ Can you keep the children quiet while I’m on the phone?
- Μπορείς να κρατήσεις τα παιδιά ήσυχα όσο είμαι στο τηλέφωνο;
- ⮡ a quiet fan - αθόρυβος ανεμιστήρας
- ⮡ Be quiet! I am trying to sleep!
- Κάνε ησυχία! Προσπαθώ να κοιμηθώ!
- ≈ συνώνυμα: silent
- ≠ αντώνυμα: loud
- ⮡ Why so quiet tonight?
- ήσυχος, χωρίς πολλούς ανθρώπους ή πολύ θόρυβο ή δραστηριότητα
- ⮡ The neighborhood is fairly quiet at night.
- Η γειτονιά είναι αρκετά ήσυχη το βράδυ.
- ⮡ They lead a quiet life.
- Κάνουν ήσυχη ζωή.
- ⮡ The neighborhood is fairly quiet at night.
- ήσυχος, έχει ησυχία, που είναι ειρηνικός και χωρίς να διακοπεί
- ⮡ The sea was quiet.
- Η θάλασσα ήταν ήσυχη.
- ⮡ I spent a quiet day in bed.
- Πέρασε μια ήσυχη μέρα στο κρεβάτι.
- ⮡ Go to the room, it’s quiet there.
- Πήγαινε στο δωμάτιο, έχει ησυχία εκεί.
- ⮡ The sea was quiet.
- ήσυχος, για ένα άτομο που τείνει να μην μιλάει πολύ
- ⮡ Our neighbors are quiet people.
- Οι γείτονές μας είναι ήσυχοι άνθρωποι.
- ⮡ Our neighbors are quiet people.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | quiet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | quiets |
αόριστος | quieted |
παθητική μετοχή | quieted |
ενεργητική μετοχή | quieting |
quiet (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ησυχάζω, γίνομαι πιο ήσυχος ή λιγότερο θορυβώδης· κάνω κάποιον ή κάτι πιο ήσυχο ή λιγότερο θορυβώδες
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- quiet (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- quiet (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- quiet (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 364. ISBN 9780194325684., λήμμα: ησυχάζω, ησυχία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | quiet | quiets |
θηλυκό | quiète | quiètes |
quiet (fr)