Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

shut up < → δείτε τις λέξεις shut και up

  Επιφώνημα επεξεργασία

shut up (en)

Συγγενικά επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας shut up
γ΄ ενικό ενεστώτα shuts up
αόριστος shut up
παθητική μετοχή shut up
ενεργητική μετοχή shutting up

shut up (en)

  • κλείνω στόμα
    We must do something to shut him up.
    Πρέπει να κάνουμε κάτι για να του κλείσουμε το στόμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη quiet

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 451. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κλείνω