silent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | silent |
συγκριτικός | silenter / more silent |
υπερθετικός | silentest / most silent |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsilent (en)
- ήσυχος, σιωπηλός, χωρίς καθόλου ήχο ή θόρυβο
- σιωπηλός, για άτομο που δεν μιλάει
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) σιωπηλός, που δεν εκφράζεται με λέξεις ή ήχο
- ↪ a silent march/protest/prayer - σιωπηλή πορεία/διαμαρτυρία/προσευχή
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) βωβός, για ταινίες με εικόνες αλλά χωρίς ήχο
- ↪ a silent film - ταινία βωβού κινηματογράφου
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- silent - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791. ISBN 9780194325684., λήμμα: σιωπηλός