παραθετικά
θετικός silently
συγκριτικός more silently
υπερθετικός most silently

  Ετυμολογία

επεξεργασία
silently < silent + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

silently (en)

  1. σιωπηλά, χωρίς να μιλάει
    ⮡  I am listening to someone silently.
    Ακούω κάποιον σιωπηλά.
  2. σιωπηλά, χωρίς να χρησιμοποιεί λέξεις ή ήχους για να εκφράσει κάτι
    ⮡  I am suffering silently.
    Υποφέρω σιωπηλά.