βωβός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βωβός | η | βωβή | το | βωβό |
γενική | του | βωβού | της | βωβής | του | βωβού |
αιτιατική | τον | βωβό | τη | βωβή | το | βωβό |
κλητική | βωβέ | βωβή | βωβό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βωβοί | οι | βωβές | τα | βωβά |
γενική | των | βωβών | των | βωβών | των | βωβών |
αιτιατική | τους | βωβούς | τις | βωβές | τα | βωβά |
κλητική | βωβοί | βωβές | βωβά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βωβός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βωβός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική muet [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /voˈvos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βω‐βός
Επίθετο
επεξεργασίαβωβός
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βωβός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βωβός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βωβός < άγνωστης ετυμολογίας
Επίθετο
επεξεργασίαβωβός
Πηγές
επεξεργασία- βωβός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.