Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βωβός η βωβή το βωβό
      γενική του βωβού της βωβής του βωβού
    αιτιατική τον βωβό τη βωβή το βωβό
     κλητική βωβέ βωβή βωβό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βωβοί οι βωβές τα βωβά
      γενική των βωβών των βωβών των βωβών
    αιτιατική τους βωβούς τις βωβές τα βωβά
     κλητική βωβοί βωβές βωβά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βωβός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βωβός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική muet [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /voˈvos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βω‐βός

  Επίθετο επεξεργασία

βωβός

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

βωβός < άγνωστης ετυμολογίας

  Επίθετο επεξεργασία

βωβός

  Πηγές επεξεργασία