Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βωβός κινηματογράφος οι βωβοί κινηματογράφοι
      γενική του βωβού κινηματογράφου των βωβών κινηματογράφων
    αιτιατική τον βωβό κινηματογράφο τους βωβούς κινηματογράφους
     κλητική βωβέ κινηματογράφε βωβοί κινηματογράφοι
Συνήθως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βωβός κινηματογράφος < → δείτε τις λέξεις βωβός και κινηματογράφος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /voˈvos ci.ni.ma.toˈɣɾa.fos/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

βωβός κινηματογράφος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία