φασαριόζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φασαριόζος < φασαρί(α) + -όζος (< ιταλική γλώσσα -oso)[1]
Επίθετο
επεξεργασίαφασαριόζος, -α, -ικο
- που προκαλεί φασαρία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φασαριόζος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.