Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φασαριόζικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φασαριόζικ
ος
η
φασαριόζικ
η
το
φασαριόζικ
ο
γενική
του
φασαριόζικ
ου
της
φασαριόζικ
ης
του
φασαριόζικ
ου
αιτιατική
τον
φασαριόζικ
ο
τη
φασαριόζικ
η
το
φασαριόζικ
ο
κλητική
φασαριόζικ
ε
φασαριόζικ
η
φασαριόζικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φασαριόζικ
οι
οι
φασαριόζικ
ες
τα
φασαριόζικ
α
γενική
των
φασαριόζικ
ων
των
φασαριόζικ
ων
των
φασαριόζικ
ων
αιτιατική
τους
φασαριόζικ
ους
τις
φασαριόζικ
ες
τα
φασαριόζικ
α
κλητική
φασαριόζικ
οι
φασαριόζικ
ες
φασαριόζικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φασαριόζικος
<
φασαριόζος
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
φασαριόζικος
ο σχετικός με τον
φασαριόζο
ή με τη
φασαρία
φασαριόζικη
μουσική, γειτονιά
Άλλες μορφές
επεξεργασία
φασαριόζος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
φασαρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φασαριόζικος
γαλλικά
:
tapageur
(fr)