Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιακάδα οι λιακάδες
      γενική της λιακάδας των λιακάδων
    αιτιατική τη λιακάδα τις λιακάδες
     κλητική λιακάδα λιακάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʎaˈka.ða/

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιακάδα < λιακό + -άδα < μεσαιωνική ελληνική ἡλιακόν < (ελληνιστική κοινήἡλιακός < αρχαία ελληνική ἥλιος < πρωτοελληνική *hāwélios < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sāwélios < *sóh₂wl̥

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιακάδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία