Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιθρία οι αιθρίες
      γενική της αιθρίας των αιθριών
    αιτιατική την αιθρία τις αιθρίες
     κλητική αιθρία αιθρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιθρία < αρχαία ελληνική αἰθρία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιθρία θηλυκό

  • λέξη η οποία κατά την αρχαιότητα σήμαινε τον αίθριο καιρό και την καθαρή ή και ψυχρή ατμόσφαιρα, αλλά που σήμερα επιβιώνει στη δοτική πτώση της, στη φράση κεραυνός εν αιθρία (για κάποιο αναπάντεχο γεγονός)

  Μεταφράσεις επεξεργασία