ανέφελος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανέφελος | η | ανέφελη | το | ανέφελο |
γενική | του | ανέφελου | της | ανέφελης | του | ανέφελου |
αιτιατική | τον | ανέφελο | την | ανέφελη | το | ανέφελο |
κλητική | ανέφελε | ανέφελη | ανέφελο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανέφελοι | οι | ανέφελες | τα | ανέφελα |
γενική | των | ανέφελων | των | ανέφελων | των | ανέφελων |
αιτιατική | τους | ανέφελους | τις | ανέφελες | τα | ανέφελα |
κλητική | ανέφελοι | ανέφελες | ανέφελα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανέφελος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνέφελος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈne.fe.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νέ‐φε‐λος
Επίθετο επεξεργασία
ανέφελος, -η, -ο
- (μετεωρολογία) ουρανός ασυννέφιαστος, καθαρός από σύννεφα
- (μεταφορικά) ζωή που κυλά χωρίς προβλήματα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανέφελος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανέφελος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας