Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέφελος η ανέφελη το ανέφελο
      γενική του ανέφελου της ανέφελης του ανέφελου
    αιτιατική τον ανέφελο την ανέφελη το ανέφελο
     κλητική ανέφελε ανέφελη ανέφελο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέφελοι οι ανέφελες τα ανέφελα
      γενική των ανέφελων των ανέφελων των ανέφελων
    αιτιατική τους ανέφελους τις ανέφελες τα ανέφελα
     κλητική ανέφελοι ανέφελες ανέφελα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανέφελος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνέφελος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈne.fe.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νέ‐φε‐λος

  Επίθετο επεξεργασία

ανέφελος, -η, -ο

  1. (μετεωρολογία) ουρανός ασυννέφιαστος, καθαρός από σύννεφα
  2. (μεταφορικά) ζωή που κυλά χωρίς προβλήματα

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία