ασυννέφιαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυννέφιαστος < α- στερητ. + συννεφιάζω
Επίθετο
επεξεργασίαασυννέφιαστος, -η, -ο
- ο χωρίς σύννεφα, ανέφελος, αίθριος, ξάστερος
- (μτφ.) γαλήνιος, αδιατάραχος
- έζησε μια ζωή ασυννέφιαστη