Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασυννέφιαστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασυννέφιαστ
ος
η
ασυννέφιαστ
η
το
ασυννέφιαστ
ο
γενική
του
ασυννέφιαστ
ου
της
ασυννέφιαστ
ης
του
ασυννέφιαστ
ου
αιτιατική
τον
ασυννέφιαστ
ο
την
ασυννέφιαστ
η
το
ασυννέφιαστ
ο
κλητική
ασυννέφιαστ
ε
ασυννέφιαστ
η
ασυννέφιαστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασυννέφιαστ
οι
οι
ασυννέφιαστ
ες
τα
ασυννέφιαστ
α
γενική
των
ασυννέφιαστ
ων
των
ασυννέφιαστ
ων
των
ασυννέφιαστ
ων
αιτιατική
τους
ασυννέφιαστ
ους
τις
ασυννέφιαστ
ες
τα
ασυννέφιαστ
α
κλητική
ασυννέφιαστ
οι
ασυννέφιαστ
ες
ασυννέφιαστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασυννέφιαστος
<
α-
στερητ. +
συννεφιάζω
Επίθετο
επεξεργασία
ασυννέφιαστος
, -η, -ο
ο χωρίς
σύννεφα
, ανέφελος, αίθριος, ξάστερος
(μτφ.) γαλήνιος, αδιατάραχος
έζησε μια ζωή
ασυννέφιαστη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασυννέφιαστος
αγγλικά
:
cloudless
(en)
γαλλικά
:
sans
(fr)
,
nuages
(fr)