↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυννέφιαστος η ασυννέφιαστη το ασυννέφιαστο
      γενική του ασυννέφιαστου της ασυννέφιαστης του ασυννέφιαστου
    αιτιατική τον ασυννέφιαστο την ασυννέφιαστη το ασυννέφιαστο
     κλητική ασυννέφιαστε ασυννέφιαστη ασυννέφιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυννέφιαστοι οι ασυννέφιαστες τα ασυννέφιαστα
      γενική των ασυννέφιαστων των ασυννέφιαστων των ασυννέφιαστων
    αιτιατική τους ασυννέφιαστους τις ασυννέφιαστες τα ασυννέφιαστα
     κλητική ασυννέφιαστοι ασυννέφιαστες ασυννέφιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυννέφιαστος < α- στερητ. + συννεφιάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ασυννέφιαστος, -η, -ο

  1. ο χωρίς σύννεφα, ανέφελος, αίθριος, ξάστερος
  2. (μτφ.) γαλήνιος, αδιατάραχος
    έζησε μια ζωή ασυννέφιαστη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία