συννεφιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συννεφιάζω < μεσαιωνική ελληνική συννεφιάζω[1] < ελληνιστική κοινή σύννεφος[2] < αρχαία ελληνική σύν + νέφος
Ρήμα
επεξεργασίασυννεφιάζω
- (κυριολεκτικά) γεμίζω σύννεφα, σκεπάζομαι από σύννεφα
- (μεταφορικά) τα βάσανα και οι θλίψεις που έχω αποτυπώνονται στην έκφρασή μου, σκυθρωπιάζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συννεφιάζω | συννέφιαζα | θα συννεφιάζω | να συννεφιάζω | συννεφιάζοντας | |
β' ενικ. | συννεφιάζεις | συννέφιαζες | θα συννεφιάζεις | να συννεφιάζεις | συννέφιαζε | |
γ' ενικ. | συννεφιάζει | συννέφιαζε | θα συννεφιάζει | να συννεφιάζει | ||
α' πληθ. | συννεφιάζουμε | συννεφιάζαμε | θα συννεφιάζουμε | να συννεφιάζουμε | ||
β' πληθ. | συννεφιάζετε | συννεφιάζατε | θα συννεφιάζετε | να συννεφιάζετε | συννεφιάζετε | |
γ' πληθ. | συννεφιάζουν(ε) | συννέφιαζαν συννεφιάζαν(ε) |
θα συννεφιάζουν(ε) | να συννεφιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συννέφιασα | θα συννεφιάσω | να συννεφιάσω | συννεφιάσει | ||
β' ενικ. | συννέφιασες | θα συννεφιάσεις | να συννεφιάσεις | συννέφιασε | ||
γ' ενικ. | συννέφιασε | θα συννεφιάσει | να συννεφιάσει | |||
α' πληθ. | συννεφιάσαμε | θα συννεφιάσουμε | να συννεφιάσουμε | |||
β' πληθ. | συννεφιάσατε | θα συννεφιάσετε | να συννεφιάσετε | συννεφιάστε | ||
γ' πληθ. | συννέφιασαν συννεφιάσαν(ε) |
θα συννεφιάσουν(ε) | να συννεφιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συννεφιάσει | είχα συννεφιάσει | θα έχω συννεφιάσει | να έχω συννεφιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις συννεφιάσει | είχες συννεφιάσει | θα έχεις συννεφιάσει | να έχεις συννεφιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει συννεφιάσει | είχε συννεφιάσει | θα έχει συννεφιάσει | να έχει συννεφιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συννεφιάσει | είχαμε συννεφιάσει | θα έχουμε συννεφιάσει | να έχουμε συννεφιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε συννεφιάσει | είχατε συννεφιάσει | θα έχετε συννεφιάσει | να έχετε συννεφιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συννεφιάσει | είχαν συννεφιάσει | θα έχουν συννεφιάσει | να έχουν συννεφιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συννεφιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συννεφιάζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ σύννεφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- συννεφιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συννεφιάζει - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συννεφιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)