Ετυμολογία

επεξεργασία
συννεφιάζω < μεσαιωνική ελληνική συννεφιάζω[1] < ελληνιστική κοινή σύννεφος[2] < αρχαία ελληνική σύν + νέφος

συννεφιάζω

  1. (κυριολεκτικά) γεμίζω σύννεφα, σκεπάζομαι από σύννεφα
  2. (μεταφορικά) τα βάσανα και οι θλίψεις που έχω αποτυπώνονται στην έκφρασή μου, σκυθρωπιάζω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συννεφιάζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. σύννεφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.