Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσυννεφιάζω < ξε + συννεφιάζω

ξεσυννεφιάζω

  1. για τον ουρανό, καθαρίζω από σύννεφα
  2. (μεταφορικά) φτιάχνει η διάθεσή μου, δεν δείχνω στενοχωρημένος ή θυμωμένος πια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία