ξεσυννεφιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεσυννεφιάζω < ξε + συννεφιάζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεσυννεφιάζω
- για τον ουρανό, καθαρίζω από σύννεφα
- (μεταφορικά) φτιάχνει η διάθεσή μου, δεν δείχνω στενοχωρημένος ή θυμωμένος πια
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεσυννεφιάζω | ξεσυννέφιαζα | θα ξεσυννεφιάζω | να ξεσυννεφιάζω | ξεσυννεφιάζοντας | |
β' ενικ. | ξεσυννεφιάζεις | ξεσυννέφιαζες | θα ξεσυννεφιάζεις | να ξεσυννεφιάζεις | ξεσυννέφιαζε | |
γ' ενικ. | ξεσυννεφιάζει | ξεσυννέφιαζε | θα ξεσυννεφιάζει | να ξεσυννεφιάζει | ||
α' πληθ. | ξεσυννεφιάζουμε | ξεσυννεφιάζαμε | θα ξεσυννεφιάζουμε | να ξεσυννεφιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξεσυννεφιάζετε | ξεσυννεφιάζατε | θα ξεσυννεφιάζετε | να ξεσυννεφιάζετε | ξεσυννεφιάζετε | |
γ' πληθ. | ξεσυννεφιάζουν(ε) | ξεσυννέφιαζαν ξεσυννεφιάζαν(ε) |
θα ξεσυννεφιάζουν(ε) | να ξεσυννεφιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεσυννέφιασα | θα ξεσυννεφιάσω | να ξεσυννεφιάσω | ξεσυννεφιάσει | ||
β' ενικ. | ξεσυννέφιασες | θα ξεσυννεφιάσεις | να ξεσυννεφιάσεις | ξεσυννέφιασε | ||
γ' ενικ. | ξεσυννέφιασε | θα ξεσυννεφιάσει | να ξεσυννεφιάσει | |||
α' πληθ. | ξεσυννεφιάσαμε | θα ξεσυννεφιάσουμε | να ξεσυννεφιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξεσυννεφιάσατε | θα ξεσυννεφιάσετε | να ξεσυννεφιάσετε | ξεσυννεφιάστε | ||
γ' πληθ. | ξεσυννέφιασαν ξεσυννεφιάσαν(ε) |
θα ξεσυννεφιάσουν(ε) | να ξεσυννεφιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεσυννεφιάσει | είχα ξεσυννεφιάσει | θα έχω ξεσυννεφιάσει | να έχω ξεσυννεφιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεσυννεφιάσει | είχες ξεσυννεφιάσει | θα έχεις ξεσυννεφιάσει | να έχεις ξεσυννεφιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεσυννεφιάσει | είχε ξεσυννεφιάσει | θα έχει ξεσυννεφιάσει | να έχει ξεσυννεφιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεσυννεφιάσει | είχαμε ξεσυννεφιάσει | θα έχουμε ξεσυννεφιάσει | να έχουμε ξεσυννεφιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεσυννεφιάσει | είχατε ξεσυννεφιάσει | θα έχετε ξεσυννεφιάσει | να έχετε ξεσυννεφιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεσυννεφιάσει | είχαν ξεσυννεφιάσει | θα έχουν ξεσυννεφιάσει | να έχουν ξεσυννεφιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεσυννεφιάζω
|