σκυθρωπιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασκυθρωπιάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σκυθρωπιασμένος
- → δείτε τη λέξη σκυθρωπός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκυθρωπιάζω | σκυθρώπιαζα | θα σκυθρωπιάζω | να σκυθρωπιάζω | σκυθρωπιάζοντας | |
β' ενικ. | σκυθρωπιάζεις | σκυθρώπιαζες | θα σκυθρωπιάζεις | να σκυθρωπιάζεις | σκυθρώπιαζε | |
γ' ενικ. | σκυθρωπιάζει | σκυθρώπιαζε | θα σκυθρωπιάζει | να σκυθρωπιάζει | ||
α' πληθ. | σκυθρωπιάζουμε | σκυθρωπιάζαμε | θα σκυθρωπιάζουμε | να σκυθρωπιάζουμε | ||
β' πληθ. | σκυθρωπιάζετε | σκυθρωπιάζατε | θα σκυθρωπιάζετε | να σκυθρωπιάζετε | σκυθρωπιάζετε | |
γ' πληθ. | σκυθρωπιάζουν(ε) | σκυθρώπιαζαν σκυθρωπιάζαν(ε) |
θα σκυθρωπιάζουν(ε) | να σκυθρωπιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκυθρώπιασα | θα σκυθρωπιάσω | να σκυθρωπιάσω | σκυθρωπιάσει | ||
β' ενικ. | σκυθρώπιασες | θα σκυθρωπιάσεις | να σκυθρωπιάσεις | σκυθρώπιασε | ||
γ' ενικ. | σκυθρώπιασε | θα σκυθρωπιάσει | να σκυθρωπιάσει | |||
α' πληθ. | σκυθρωπιάσαμε | θα σκυθρωπιάσουμε | να σκυθρωπιάσουμε | |||
β' πληθ. | σκυθρωπιάσατε | θα σκυθρωπιάσετε | να σκυθρωπιάσετε | σκυθρωπιάστε | ||
γ' πληθ. | σκυθρώπιασαν σκυθρωπιάσαν(ε) |
θα σκυθρωπιάσουν(ε) | να σκυθρωπιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκυθρωπιάσει | είχα σκυθρωπιάσει | θα έχω σκυθρωπιάσει | να έχω σκυθρωπιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκυθρωπιάσει | είχες σκυθρωπιάσει | θα έχεις σκυθρωπιάσει | να έχεις σκυθρωπιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκυθρωπιάσει | είχε σκυθρωπιάσει | θα έχει σκυθρωπιάσει | να έχει σκυθρωπιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκυθρωπιάσει | είχαμε σκυθρωπιάσει | θα έχουμε σκυθρωπιάσει | να έχουμε σκυθρωπιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκυθρωπιάσει | είχατε σκυθρωπιάσει | θα έχετε σκυθρωπιάσει | να έχετε σκυθρωπιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκυθρωπιάσει | είχαν σκυθρωπιάσει | θα έχουν σκυθρωπιάσει | να έχουν σκυθρωπιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκυθρωπιάζω