κατσουφιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατσουφιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατηφιάω / κατηφιῶ[1] [2] < αρχαία ελληνική κατηφής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.t͡suˈfça.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τσου‐φιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακατσουφιάζω, αόρ.: κατσούφιασα, μτχ.π.π.: κατσουφιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- κατσούφα
- κατσούφης
- κατσουφιά
- κατσούφιασμα
- κατσουφιασμένος
- κατσούφικα
- κατσούφικος
- → δείτε τη λέξη κατηφής
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατσουφιάζω | κατσούφιαζα | θα κατσουφιάζω | να κατσουφιάζω | κατσουφιάζοντας | |
β' ενικ. | κατσουφιάζεις | κατσούφιαζες | θα κατσουφιάζεις | να κατσουφιάζεις | κατσούφιαζε | |
γ' ενικ. | κατσουφιάζει | κατσούφιαζε | θα κατσουφιάζει | να κατσουφιάζει | ||
α' πληθ. | κατσουφιάζουμε | κατσουφιάζαμε | θα κατσουφιάζουμε | να κατσουφιάζουμε | ||
β' πληθ. | κατσουφιάζετε | κατσουφιάζατε | θα κατσουφιάζετε | να κατσουφιάζετε | κατσουφιάζετε | |
γ' πληθ. | κατσουφιάζουν(ε) | κατσούφιαζαν κατσουφιάζαν(ε) |
θα κατσουφιάζουν(ε) | να κατσουφιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατσούφιασα | θα κατσουφιάσω | να κατσουφιάσω | κατσουφιάσει | ||
β' ενικ. | κατσούφιασες | θα κατσουφιάσεις | να κατσουφιάσεις | κατσούφιασε | ||
γ' ενικ. | κατσούφιασε | θα κατσουφιάσει | να κατσουφιάσει | |||
α' πληθ. | κατσουφιάσαμε | θα κατσουφιάσουμε | να κατσουφιάσουμε | |||
β' πληθ. | κατσουφιάσατε | θα κατσουφιάσετε | να κατσουφιάσετε | κατσουφιάστε | ||
γ' πληθ. | κατσούφιασαν κατσουφιάσαν(ε) |
θα κατσουφιάσουν(ε) | να κατσουφιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατσουφιάσει | είχα κατσουφιάσει | θα έχω κατσουφιάσει | να έχω κατσουφιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατσουφιάσει | είχες κατσουφιάσει | θα έχεις κατσουφιάσει | να έχεις κατσουφιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατσουφιάσει | είχε κατσουφιάσει | θα έχει κατσουφιάσει | να έχει κατσουφιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατσουφιάσει | είχαμε κατσουφιάσει | θα έχουμε κατσουφιάσει | να έχουμε κατσουφιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατσουφιάσει | είχατε κατσουφιάσει | θα έχετε κατσουφιάσει | να έχετε κατσουφιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατσουφιάσει | είχαν κατσουφιάσει | θα έχουν κατσουφιάσει | να έχουν κατσουφιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ κατσουφιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.