Ετυμολογία

επεξεργασία
κατσούφα < κατσούφ(ης) + κατάληξη θηλυκού

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατσούφα οι κατσούφες
      γενική της κατσούφας
    αιτιατική την κατσούφα τις κατσούφες
     κλητική κατσούφα κατσούφες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κατσούφα θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία