κατσούφα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατσούφα < κατσούφ(ης) + κατάληξη θηλυκού -α
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈt͡su.fa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τσού‐φα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατσούφα | οι | κατσούφες |
γενική | της | κατσούφας | — | |
αιτιατική | την | κατσούφα | τις | κατσούφες |
κλητική | κατσούφα | κατσούφες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κατσούφα θηλυκό
- θηλυκό του κατσούφης
- άλλες μορφές: κατσούφισσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατσούφα
|