κατσούφης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατσούφης < κατσουφ(ιάζω) + -ης (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < ελληνιστική κοινή κατηφιάω / κατηφιῶ[1] [2] < αρχαία ελληνική κατηφής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈt͡su.fis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τσού‐φης
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατσούφης | η | κατσούφα | το | κατσούφικο |
γενική | του | κατσούφη | της | κατσούφας | του | κατσούφικου |
αιτιατική | τον | κατσούφη | την | κατσούφα | το | κατσούφικο |
κλητική | κατσούφη | κατσούφα | κατσούφικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατσούφηδες | οι | κατσούφες | τα | κατσούφικα |
γενική | των | κατσούφηδων | — | των | κατσούφικων | |
αιτιατική | τους | κατσούφηδες | τις | κατσούφες | τα | κατσούφικα |
κλητική | κατσούφηδες | κατσούφες | κατσούφικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κατσούφης, -α, -ικο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατσούφης (θηλυκό κατσούφα, κατσούφισσα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κατσουφιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατσούφης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 κατσούφης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.