Ετυμολογία

επεξεργασία
penaud < peine + -aud • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pə.no/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό penaud penauds
θηλυκό penaude penaudes

penaud (fr)