κατσούφικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατσούφικα < κατσούφικο + -ας
Επίρρημα
επεξεργασία
κατσούφικα
- (οικείο) με κατσούφικο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία- κατσούφικα
- → δείτε τη λέξη κατσουφιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατσούφικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
κατσούφικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κατσούφικος