κατσούφικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
κατσούφικος
Συγγενικά
επεξεργασία- κατσούφικα
- → δείτε τη λέξη κατσουφιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατσούφικος
|