κατσουφιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατσουφιά | ||
γενική | της | κατσουφιάς | ||
αιτιατική | την | κατσουφιά | ||
κλητική | κατσουφιά | |||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατσουφιά < κατσούφ(ης) + -ιά [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατσουφιά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κατσουφιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατσουφιά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «κατσούφης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.