Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοφρυώνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοφρυ(οῦμαι) + -ώνομαι, συνηρημένος τύπος του συνοφρυόομαι < συν- + ὀφρύς

  Ρήμα επεξεργασία

συνοφρυώνομαι, π.αόρ.: συνοφρυώθηκα, μτχ.π.π.: συνοφρυωμένος (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία