Δείτε επίσης: ὀφρῦς, οφρύς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀφρύς αἱ ὀφρύες
      γενική τῆς ὀφρύος τῶν ὀφρύων
      δοτική τῇ ὀφρύῐ̈ ταῖς ὀφρύσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὀφρύν τὰς ὀφρῦς
     κλητική ! ὀφρύ ὀφρύες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀφρύε
γεν-δοτ τοῖν  ὀφρύοιν
Το υ στις καταλήξεις είναι βραχύ ῠ- σε τρισύλλαβα και μακρό ῡ- σε δισύλλαβα.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχθύς' όπως «ἰχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀφρύς θηλυκό