ὀφρύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὀφρύς | αἱ | ὀφρύες |
γενική | τῆς | ὀφρύος | τῶν | ὀφρύων |
δοτική | τῇ | ὀφρύῐ̈ | ταῖς | ὀφρύσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὀφρύν | τὰς | ὀφρῦς |
κλητική ὦ! | ὀφρύ | ὀφρύες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀφρύε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀφρύοιν | ||
Το υ στις καταλήξεις είναι βραχύ ῠ- σε τρισύλλαβα και μακρό ῡ- σε δισύλλαβα. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἰχθύς' όπως «ἰχθύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀφρύς θηλυκό