Δείτε επίσης: ὀφρῦς, ὀφρύς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οφρύς οι οφρύες
      γενική της οφρύος των οφρύων
    αιτιατική την οφρύ τις οφρύς
     κλητική οφρύ οφρύες
Κατηγορία όπως «ισχύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οφρύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀφρῦς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οφρύς θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία