οφρύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οφρύς | οι | οφρύες |
γενική | της | οφρύος | των | οφρύων |
αιτιατική | την | οφρύ | τις | οφρύς |
κλητική | οφρύ | οφρύες | ||
Κατηγορία όπως «ισχύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οφρύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀφρῦς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοφρύς θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οφρύς
|
Πηγές
επεξεργασία- λήγουν σε -οφρύς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)