στυλό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στυλό < (λόγιο δάνειο) γαλλική stylo[1] < γαλλική stylographe[1] < αγγλική stylograph[2] < style (stylus) < μεσαιωνική λατινική stylus < λατινική stilus[2] + αρχαία ελληνική γράφω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stiˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στυ‐λό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστυλό ουδέτερο (συνήθως άκλιτο)
Σημειώσεις
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στυλό | τα | στυλά |
γενική | του | στυλού | των | στυλών |
αιτιατική | το | στυλό | τα | στυλά |
κλητική | στυλό | στυλά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Η λέξη «κανονικά» είναι άκλιτη. Στον προφορικό λόγο όμως (και ενίοτε στον γραπτό) κλίνεται:
- ※ Τρύπα όπου τοποθετείται η πένα στυλού για προφύλαξη, όταν δε χρησιμοποιείται. (*)
- «η γραφή με -y- από επίδραση του αρχαίου στῦλος»[2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία στυλό
|
- ↑ 1,0 1,1 στιλό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 2,2 στιλογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας