Μια πένα ή στιλό / στιλογράφος.
 
Ένα στιλό ή στιλό διαρκείας.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιλό < (λόγιο δάνειο) γαλλική stylo[1] < γαλλική stylographe[1] < αγγλική stylograph[2] < style (stylus) < μεσαιωνική λατινική stylus < λατινική stilus[2] + αρχαία ελληνική γράφω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stiˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στι‐λό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιλό ουδέτερο (συνήθως άκλιτο)

  1. (γραφική ύλη) κυλινδρικό σωληνοειδές εργαλείο που καταλήγει σε μια μυτερή άκρη, τροφοδοτούμενη από ένα σωλήνα με μελάνι στο εσωτερικό του, και χρησιμοποιείται στη γραφή ή και το σχέδιο
     συνώνυμα: στιλογράφος, πένα
  2. (γραφική ύλη) στιλό διαρκείας: κάθε στιλό που η άκρη του περιέχει μια μικρή μπίλια, με την οποία το μελάνι μεταφέρεται στο χαρτί με συνεχή ροή
    ⮡  κρατάει σημειώσεις με στιλό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στιλό τα στιλά
      γενική του στιλού των στιλών
    αιτιατική το στιλό τα στιλά
     κλητική στιλό στιλά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία