καλλιγραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλλιγραφία < (ελληνιστική κοινή) καλλιγραφία < αρχαία ελληνική καλλιγραφέω < καλλι- + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλλιγραφία θηλυκό
- τρόπος γραφής που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη επιμέλεια και καλλιτεχνία
- (μεταφορικά) εμμονή σε ανούσιες λεπτομέρειες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καλλιγραφώ, καλό και γράφω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλλιγραφία
|