καλλι-
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καλλι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καλλι- [1]
ΠρόθημαΕπεξεργασία
καλλι- ή καλλί-
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλι- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλί- στο Βικιλεξικό
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ καλλι- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καλλι- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καλλι-
ΠρόθημαΕπεξεργασία
καλλι- ή καλλί-
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλι- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλί- στο Βικιλεξικό
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καλλι- < θέμα του καλός (όμορφος) όπως και στο κάλλος. Tα διπλό λάμδα δεν έχει εξηγηθεί ικανοποιητικά. Πιθανόν *καλ-ϝός > *καλϝ > καλλ-[1]
ΠρόθημαΕπεξεργασία
καλλι- ή καλλί-
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλι- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα καλλί- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις καλλι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.