καλλίφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλλίφωνος < αρχαία ελληνική καλλίφωνος < καλλι- + φωνή
Επίθετο
επεξεργασίακαλλίφωνος, -η/-ος, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλλίφωνος