καλλιμάρμαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
καλλιμάρμαρος, -η, -ο
- χαρακτηρισμός οικοδομήματος το οποίο έχουν χτίσει ή επενδύσει με μάρμαρα εξαιρετικής ποιότητας
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλλιμάρμαρος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καλλιμάρμαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας