καλλιγραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλλιγραφώ < αρχαία ελληνική καλλιγραφέω / καλλιγραφῶ < καλλι- + γράφω
Ρήμα
επεξεργασίακαλλιγραφώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλλιγραφώ | καλλιγραφούσα | θα καλλιγραφώ | να καλλιγραφώ | καλλιγραφώντας | |
β' ενικ. | καλλιγραφείς | καλλιγραφούσες | θα καλλιγραφείς | να καλλιγραφείς | (καλλιγράφει) | |
γ' ενικ. | καλλιγραφεί | καλλιγραφούσε | θα καλλιγραφεί | να καλλιγραφεί | ||
α' πληθ. | καλλιγραφούμε | καλλιγραφούσαμε | θα καλλιγραφούμε | να καλλιγραφούμε | ||
β' πληθ. | καλλιγραφείτε | καλλιγραφούσατε | θα καλλιγραφείτε | να καλλιγραφείτε | καλλιγραφείτε | |
γ' πληθ. | καλλιγραφούν(ε) | καλλιγραφούσαν(ε) | θα καλλιγραφούν(ε) | να καλλιγραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλλιγράφησα | θα καλλιγραφήσω | να καλλιγραφήσω | καλλιγραφήσει | ||
β' ενικ. | καλλιγράφησες | θα καλλιγραφήσεις | να καλλιγραφήσεις | καλλιγράφησε | ||
γ' ενικ. | καλλιγράφησε | θα καλλιγραφήσει | να καλλιγραφήσει | |||
α' πληθ. | καλλιγραφήσαμε | θα καλλιγραφήσουμε | να καλλιγραφήσουμε | |||
β' πληθ. | καλλιγραφήσατε | θα καλλιγραφήσετε | να καλλιγραφήσετε | καλλιγραφήστε | ||
γ' πληθ. | καλλιγράφησαν καλλιγραφήσαν(ε) |
θα καλλιγραφήσουν(ε) | να καλλιγραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλλιγραφήσει | είχα καλλιγραφήσει | θα έχω καλλιγραφήσει | να έχω καλλιγραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλλιγραφήσει | είχες καλλιγραφήσει | θα έχεις καλλιγραφήσει | να έχεις καλλιγραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλλιγραφήσει | είχε καλλιγραφήσει | θα έχει καλλιγραφήσει | να έχει καλλιγραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλλιγραφήσει | είχαμε καλλιγραφήσει | θα έχουμε καλλιγραφήσει | να έχουμε καλλιγραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλλιγραφήσει | είχατε καλλιγραφήσει | θα έχετε καλλιγραφήσει | να έχετε καλλιγραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλλιγραφήσει | είχαν καλλιγραφήσει | θα έχουν καλλιγραφήσει | να έχουν καλλιγραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλλιγραφώ
|