Ετυμολογία

επεξεργασία
calligraphie < καλλιγραφία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.(l)li.ɡʁa.fi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calligraphie calligraphies

calligraphie (fr) θηλυκό

  1. η τέχνη της καλλιγραφίας
  2. ένα καλλιγραφικό έργο

Συγγενικά

επεξεργασία