Ετυμολογία

επεξεργασία
calligraphique < καλλιγραφικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.(l)li.ɡʁa.fik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
calligraphique calligraphiques

calligraphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία