στιλογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στιλογράφος < γαλλική stylographe[1] < αγγλική stylograph[1] < style (stylus) < μεσαιωνική λατινική stylus < λατινική stilus[1] + αρχαία ελληνική γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστιλογράφος αρσενικό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του στιλό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στιλογράφος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 στιλογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- στιλογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στιλογράφος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)