↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στιλογράφος οι στιλογράφοι
      γενική του στιλογράφου των στιλογράφων
    αιτιατική τον στιλογράφο τους στιλογράφους
     κλητική στιλογράφε στιλογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιλογράφος < γαλλική stylographe[1] < αγγλική stylograph[1] < style (stylus) < μεσαιωνική λατινική stylus < λατινική stilus[1] + αρχαία ελληνική γράφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιλογράφος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • στιλογράφοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • στιλογράφος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)