επικηρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επικηρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επικηρώνω < αρχαία ελληνική ἐπικηρόω < κηρός
Μετοχή
επεξεργασία
επικηρωμένος, -η, -ο
- αλειμμένος με κερί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κερί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επικηρωμένος
|