αυτογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτογραφικός < αυτογραφία / αυτόγραφο + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
αυτογραφικός
- που έχει σχέση με την αυτογραφία ή το αυτόγραφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αυτογραφία, αυτόγραφο, αυτός και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτογραφικός